φιλοποιώ

φιλοποιώ
-έω, Α [φιλοποιός]
1. κάνω κάποιον φίλο
2. μέσ. φιλοποιοῡμαι, -έομαι
παίρνω κάποιον με το μέρος μου («καὶ φιλοποιησάμενος παντὶ τρόπῳ τοὺς παροικοῡντας τὸν ποταμόν», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλοποιῶ — φιλοποιέω make a friend of pres subj act 1st sg (attic epic doric) φιλοποιέω make a friend of pres ind act 1st sg (attic epic doric) φιλοποιός making friends masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοποιῷ — φιλοποιός making friends masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • φιλοποίησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [φιλοποιῶ] η απόκτηση φίλων …   Dictionary of Greek

  • φιλοποιητικός — ή, όν, Α [φιλοποιῶ] αυτός που κάνει εύκολα φίλους. επίρρ... φιλοποιητικῶς Α κατά τρόπο φιλοποιητικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”